μεμψιμοιρεῖ

μεμψιμοιρεῖ
μεμψιμοιρέω
grumble
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
μεμψιμοιρέω
grumble
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεμψιμοίρει — μεμψιμοιρέω grumble pres imperat act 2nd sg (attic epic) μεμψιμοιρέω grumble imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκρίνιαστος — και αγρίνιαστος, η, ο [γκρινιάζω] 1. αυτός που δεν γκρινιάζει, δεν παραπονιέται, δεν μεμψιμοιρεί 2. αυτός για τον οποίο δεν παραπονείται κανείς …   Dictionary of Greek

  • αμεμψίμοιρος — ἀμεμψίμοιρος, ον (Α) [μεμψίμοιρος] αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός …   Dictionary of Greek

  • κλαυσίδειπνος — κλαυσίδειπνος, ον (Α) αυτός που κλαίει, που μεμψιμοιρεί για την ποιότητα ή την απώλεια δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. επιθυμό δειπνος, κωλυσί δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μαζογόας — μαζογόας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που μεμψιμοιρεί για το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα «κριθαρένιο ψωμί» + γόας (< γοῶ «θρηνώ»)] …   Dictionary of Greek

  • μεμψιμοιρώ — (Α μεμψιμοιρῶ, έω) [μεμψίμοιρος] παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», Πολ.) αρχ. 1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι… …   Dictionary of Greek

  • σκαμφυσεί — Α (κατά τον Ησύχ.) «μεμψιμοιρεῑ, ἀγανακτεῑ» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”